Σήμερα, η αλλαγή των κοινωνικών και επαγγελματικών δεδομένων έχει προκαλέσει μία μετατόπιση της τεκνοποίησης αρκετά μετά τα 30 έτη, με αποτέλεσμα πολλές ασθενείς που διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού να μην έχουν ολοκληρώσει την οικογένεια.
Η συστηματική θεραπεία στον καρκίνο του μαστού (χημειοθεραπεία ή/και ορμονοθεραπεία) επηρεάζει ποικιλοτρόπως τη γυναικεία γονιμότητα:
– Έμμεσα, κυρίως μέσω του χρονικού παράγοντα, δεδομένου ότι οι θεραπείες αυτές μπορεί να διαρκέσουν από μήνες μέχρι και χρόνια (π.χ. βιολογικοί παράγοντες, ορμονοθεραπεία). Κατά τη χημειοθεραπεία, στοχευμένη βιολογική θεραπεία ή ορμονοθεραπεία η εγκυμοσύνη αντενδείκνυται για τον κίνδυνο βλαβερών επιδράσεων στο έμβρυο.
– Άμεσα, μέσω απευθείας καταστροφής του ωοθηκικού ιστού, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μη αναστρέψιμη εμμηνόπαυση. Το είδος της θεραπείας, ο βαθμός καταστροφής του ωοθηκικού ιστού και η ηλικία της ασθενούς, είναι παράγοντες που θα καθορίσουν αν η εμμηνόπαυση που θα προκληθεί από τη θεραπεία θα είναι μόνιμη ή όχι.
Στις ασθενείς που επιθυμούν μελλοντική εγκυμοσύνη και πρέπει να υποβληθούν σε συστηματική θεραπεία που μπορεί να προκαλέσει πρόωρη εμμηνόπαυση, υπάρχουν εναλλακτικές προσεγγίσεις διατήρησης της γονιμότητας.
Η κατάψυξη ωαρίων ή εμβρύων (όταν υπάρχει σύντροφος) πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας αποτελεί την πιο διαδεδομένη μέθοδο διατήρησης γονιμότητας, εφόσον υπάρχει ο διαθέσιμος χρόνος λίγων εβδομάδων πριν την έναρξη της θεραπείας. Η κατάψυξη των εμβρύων που αναπτύσσονται μετά τη γονιμοποίηση έχει το πλεονέκτημα της σχετικά υψηλής πιθανότητας κύησης και η εξέλιξη των μεθόδων κρυοσυντήρησης (υαλοποίηση) των αγονιμοποίητων ωαρίων δίνει σήμερα μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης.
Η λήψη ωαρίων για γονιμοποίηση ή κατάψυξη γίνεται μετά από διέγερση των ωοθηκών με χορήγηση ορμονικών παραγόντων όπως οι γοναδοτροφίνες, με τέτοιο τρόπο ώστε τα επίπεδά των οιστρογόνων να παραμένουν χαμηλά και να μην προκαλείται υπεροιστρογοναιμία, η οποία θα μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση στην πορεία της νόσου. Αυτό επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση ειδικών φαρμακευτικών σκευασμάτων, των αναστολέων αρωματάσης.
Η λήψη ωοθηκικού ιστού με λαπαροσκόπηση για κατάψυξη πριν τη χημειοθεραπεία και επαναμεταμόσχευση μετά το πέρας της θεραπείας είναι μια διαθέσιμη επιλογή εφόσον κρίνεται αναγκαία η άμεση έναρξη της θεραπείας, όπως σε περιπτώσεις φλεγμονώδους καρκίνου του μαστού.
Δυστυχώς όμως, η επιλογή πρέπει να γίνει στο πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά τη διάγνωση και πριν τις θεραπείες. Στο διάστημα αυτό η ασθενής ή το ζευγάρι πρέπει να πληροφορηθεί για τις επιλογές, τις πιθανότητες επιτυχίας και τους ενδεχόμενους κινδύνους και να αποφασίσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις το στάδιο της ενημέρωσης και της επιλογής δεν είναι επιτυχές και λιγότερο από το 10% των γυναικών με καρκίνο μαστού μένουν έγκυες σε κατοπινό χρόνο.
Από την άλλη πλευρά, η ισχυρή επιθυμία για τεκνοποίηση μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις της γυναίκας και τη συμμόρφωσή της στις θεραπείες.