Περίπου το 10% όλων των μορφών καρκίνου οφείλονται σε βλάβη ενός γονιδίου, η οποία έχει κληρονομηθεί.
Από τις πιο συχνές μορφές καρκίνου που έχουν κληρονομική προδιάθεση είναι ο οικογενής καρκίνος του μαστού και των ωοθηκών, η οικογενής πολυποδίαση του παχέος εντέρου και ο οικογενής χωρίς πολυποδίαση καρκίνος του παχέος εντέρου ή σύνδρομο Lynch.
Και στα τρία αυτά νοσήματα η κληρονόμηση γίνεται με αυτοσωμικό επικρατή χαρακτήρα, δηλαδή ο φορέας μιας μετάλλαξης έχει μεγάλη πιθανότητα να νοσήσει και 50% πιθανότητα να μεταφέρει τη βλάβη στην επόμενη γενιά.
Κάθε άνθρωπος μπορεί να κληρονομήσει μια μετάλλαξη τόσο από τη μητέρα του όσο και από τον πατέρα του. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει στο οικογενειακό ιστορικό του ατόμου που προσέρχεται για έλεγχο μεταλλάξεων να καταγράφονται πληροφορίες για τους συγγενείς μητρικής και πατρικής προέλευσης.
Ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού, αλλά και των ωοθηκών οφείλεται κατά κύριο λόγο σε μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2. Το γονίδιο BRCA1 βρίσκεται στο χρωμόσωμα 17, ενώ το γονίδιο BRCA2 βρίσκεται στο χρωμόσωμα 13.
Περίπου το 40% των κληρονομικών περιπτώσεων καρκίνου μαστού οφείλεται σε αλλαγές στα παραπάνω γονίδια.
Άλλα γονίδια μεταλλάξεις των οποίων ευθύνονται για κληρονομικό καρκίνο μαστού είναι τα CHEK2, PTEN, STK11 κλπ.
Μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA1 εντοπίζονται περίπου στο 45% των οικογενειών με πολλές περιπτώσεις καρκίνου μαστού και στο 90% των οικογενειών με καρκίνο μαστού και ωοθηκών.
Μεταλλάξεις στο γονίδιο BRCA2 εντοπίζονται στο 35% των οικογενειών με πολλές περιπτώσεις καρκίνου μαστού, καρκίνο μαστού σε άρρενα άτομα, καρκίνο ωοθηκών, προστάτη, παγκρέατος.
Οι φορείς των κληρονομούμενων μεταλλάξεων στα γονίδια αυτά έχουν ιδιαίτερα αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών.
Οι φορείς μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1 και BRCA2 έχουν 50 – 85% κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού στη διάρκεια της ζωής τους και 15 – 45% αντίστοιχο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο των ωοθηκών.
Σήμερα τα γενετικά τεστ έχουν γίνει περισσότερο αξιόπιστα και φθηνά και ελέγχουν μεγάλο αριθμό γονιδίων στα οποία υπάρχουν γνωστές μεταλλάξεις που σχετίζονται με κληρονομούμενους καρκίνους.
‘Ετσι, ο γονιδιακός έλεγχος συστήνεται ολοένα και περισσότερο.
Αν μια γυναίκα βρεθεί ότι δεν έχει μετάλλαξη στα BRCA ή άλλα γνωστά γονίδια αλλά έχει βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, τότε η πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού ή ωοθηκών μειώνεται αλλά παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα υψηλότερα του γενικού πληθυσμού (υψηλού κινδύνου).
Ως οικογένειες υψηλού κινδύνου ορίζονται αυτές στις οποίες τουλάχιστον τρεις συγγενείς (γυναίκες) έχουν προσβληθεί από καρκίνο του μαστού ή εκείνες στις οποίες τη νόσο έχουν εμφανίσει τουλάχιστον δύο συγγενείς, από τους οποίους η μία έχει προσβληθεί από καρκίνο των ωοθηκών ή έχει καταγραφεί ανδρικός καρκίνος του μαστού.
Επίσης οι οικογένειες στις οποίες οι γυναίκες έχουν νοσήσει σε μικρή ηλικία <40 έτη.