Το υπερηχογράφημα μαστών αποτελεί διαγνωστική μέθοδο που βασίζεται στην υπολογιστική δημιουργία εικόνας από τις αντανακλάσεις ήχου που δημιουργεί η πρόσκρουση του στους ανθρώπινους ιστούς.
Οι υπέρηχοι βοηθούν τον ιατρό να αξιολογήσει και να διαχωρίσει το είδος της βλάβης του μαστού.
Αποτελεί σημαντικό συμπλήρωμα για βλάβες που δεν ανιχνεύονται σε μαστογραφία (πχ πυκνοί μαστοί) ή σε βλάβες που διαπιστώνονται σε φυσική εξέταση.
Το υπερηχογράφημα μαστού δεν χρησιμοποιείται συνήθως για πληθυσμιακό έλεγχο ρουτίνας (screening).
Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι αποτελεί τον βασικό πρωταρχικό έλεγχο σε συμπτωματικούς μαστούς σε ηλικίες μικρότερες των 40 ετών και επίσης ότι είναι μια χρήσιμη προσθήκη στην προληπτική μαστογραφία σε γυναίκες που έχουν πυκνό μαστό.
Για το συνήθη ετήσιο έλεγχο, συνήθως σε ηλικίες κάτω των 35 ετών, χρησιμοποιείται μόνο το υπερηχογράφημα ενώ σε ηλικίες άνω των 35 ετών μπορεί να συμπληρωθεί με άλλες διαγνωστικές μεθόδους και συνήθως με τη μαστογραφία.
Ο ετήσιος απεικονιστικός έλεγχος θα πρέπει να αρχίζει ακόμη νωρίτερα, ακόμα και από την ηλικία των 25 ετών σε γυναίκες υψηλού κινδύνου.
Άνω των 35-40 ετών, η εξέταση εκλογής είναι η μαστογραφία που συνήθως συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα, αφού η συμβολή της υπερηχογραφίας είναι σημαντική στους πυκνούς μαστούς που συναντάμε σε αυτές τις ηλικίες.
Ο συνδυασμός των δύο μεθόδων αυξάνει την πιθανότητα ανίχνευσης του καρκίνου μαστού κατά περίπου 20%, αφού σε μια ‘ύποπτη’ στη μαστογραφία βλάβη, το υπερηχογράφημα μπορεί να διακρίνει αν πρόκειται για μια κύστη ή ένα συμπαγές μόρφωμα που χρειάζεται περαιτέρω έλεγχο.
Η ελαστογραφία μπορεί να συμπληρώσει τον υπερηχογραφικό έλεγχο όταν χρειάζεται και εκτιμά την σκληρότητα-ελαστικότητα των βλαβών που απεικονίζονται κατά την υπερηχογραφική εξέταση.
Ο καρκίνος έχει μεγαλύτερο συντελεστή σκληρότητας από ένα καλόηθες ογκίδιο.